- υδροϋπεροξείδιο
- το, Νχημ. συνοπτική ονομασία οργανικών ενώσεων, μονοϋποκατεστημένων παραγώγων τού υπεροξειδίου τού υδρογόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. hydroperoxyde < hydro- (< υδρ[ο]-* + -peroxyde (πρβλ. υπεροξείδιο)].
Dictionary of Greek. 2013.